πνευματοκύστη

πνευματοκύστη
η, Ν
βιολ. κοίλος σάκος που μοιάζει με κύστη, είναι γεμάτος με αέριο και επιπλέει στα φωτοσυνθετικά τμήματα τού θαλλού τών φαιοφυκών, πάνω ή κοντά στην επιφάνεια τού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatocyst + (< πνεύμα, -ατος + κύστη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”